- κύβερνης
- κύβερνης, ὁ (Μ)κυβερνήτης, διοικητής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κυβερνῶ ή μεταπλασμένος τ. τού κύβερνος, ενώ, κατ' άλλους, η λ. είναι απόδοση τού λατ. gubernius ή gubernio].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυβέρνης — κυβερνάω steer pres ind act 2nd sg κυβερνάω steer imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)